Τετάρτη, Μαρτίου 15, 2017

Οι αντιφάσεις «εν τοις πράγμασι» και ο αγοραίος οπορτουνισμός της αντιπολίτευσης

Η αέναη υπεκφυγή


Η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση χρεώνει στην κυβέρνηση την ευθύνη για την καθυστέρηση στο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης.
Την καταγγέλλει ταυτόχρονα για τα σκληρά μέτρα που προτίθεται να υπογράψει, προκειμένου να κλείσει. Κατά περίπτωση της καταλογίζει πότε διαπραγματευτική ανικανότητα και πότε βούληση ρήξης.
Ενίοτε ζητούν την άμεση πτώση της και την προσφυγή στις εκλογές, άλλοτε σκέφτονται το σενάριο «να τελειώσει ο ΣΥΡΙΖΑ τη βρόμικη δουλειά ώστε να γίνουμε εμείς η κυβέρνηση της ανάκαμψης» (κάτι που μάλιστα δεν σκέφτηκε ο Τσίπρας το 2015, κυριευμένος από την εξουσιολαγνεία του).
Αντιφάσεις «εν τοις πράγμασι» θα μπορούσε να πει κάποιος, σε μια περίπλοκη συγκυρία. Κάποιος, περισσότερο εμπαθής, θα έφτανε να μιλήσει για αγοραίο οπορτουνισμό. Δεν θα διάλεγα τίποτα από τα δύο. Ισχυρίζομαι ότι πρόκειται για μια πολιτική ατζέντα κενή νοήματος. Με μοναδικό στόχο το κλείσιμο της «αριστερής παρένθεσης» και μοναδικό πρόταγμα τη φαντασίωση ενός «κανονικού καπιταλισμού».
Για τον ευρύτερο χώρο της Δεξιάς όλα αυτά δεν συνιστούν πρόβλημα. Η υποκατάσταση ενός συγκεκριμένου προγραμματικού λόγου από τα ανακυκλούμενα στερεότυπα (περί λαϊκισμού, κρατισμού και άλλων συναφών), οι επιλεκτικές και αποσπασματικές τοποθετήσεις της στιγμής, το «αφήγημα» για την καταστροφή που ξεκινά το 2015, μοιάζουν να επιβραβεύονται από τις δημοσκοπήσεις.
Εξάλλου για τους στόχους και τη στρατηγική της μιλάει πληρέστερα και συνεκτικότερα ο άτεγκτος νεοφιλελευθερισμός του ΔΝΤ. Ο κ. Μητσοτάκης θα συνεχίσει απλώς να φιλοτεχνεί το προφίλ του «μεταρρυθμιστή».
Το πρόβλημα το έχουν όσοι ομνύουν στην «Κεντροαριστερά» ή στο «προοδευτικό Κέντρο» με ό,τι αυτά μπορεί να σημαίνουν. Τουλάχιστον όσοι δεν έχουν αποφασίσει να αρκεστούν στον ρόλο της επιμελητείας στο στράτευμα του κ. Μητσοτάκη.
Και το πρόβλημα συνοψίζεται στη στάση της «αέναης υπεκφυγής».
Μια στάση που υποτιμά τις στρατηγικές δεσμεύσεις, τη σημασία των σταθερών κοινωνικών αναφορών ως προς τις προγραμματικές και πολιτικές επιλογές, που αρνείται να δει, σε πείσμα της ιστορικής εμπειρίας, ότι η διαρκής αμφισημία δεν συγκροτεί πολιτικά υποκείμενα, αλλά βραχύβια πολιτικά υβρίδια και ατομικές πολιτικές καριέρες.
Αυτοί λοιπόν είναι υποχρεωμένοι να τοποθετηθούν συγκεκριμένα – για τη διαπραγμάτευση, τη συγκυρία, την προοπτική. Ακόμα και για λόγους πολιτικής επιβίωσης (για να μη μιλήσουμε για την ηθικολογία περί «ευθύνης»).
Παράδειγμα πρώτο: Η κυβέρνηση διεκδικεί να ισχύσουν για τη χώρα οι «βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές» στα εργασιακά (συλλογικές διαπραγματεύσεις, ομαδικές απολύσεις κλπ.). Πρόκειται για μια ύστατη γραμμή άμυνας, μια ελάχιστη πρόνοια για τον ήδη καθημαγμένο κόσμο της μισθωτής εργασίας. Το ΔΝΤ το απορρίπτει αδιάλλακτα, υποστηρίζοντας ότι η παραπέρα απορρύθμιση της αγοράς εργασίας αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη. Η διαφωνία και η αντιπαράθεση προφανώς συνεπάγονται καθυστέρηση στο κλείσιμο. Θα πρέπει να αποδεχτούμε τη θέση του ΔΝΤ ώστε να επιταχυνθεί η επίτευξη συμφωνίας;
Παράδειγμα δεύτερο: Η κυβέρνηση έχει αποδεχτεί τη γενική μείωση του αφορολόγητου, δηλαδή την πρόσθετη απώλεια εισοδήματος και για τους ασθενέστερους. Θέλει –με αβέβαιο το αποτέλεσμα– να το αντισταθμίσει με μείωση των φορολογικών συντελεστών για τα μικρά και μεσαία εισοδήματα. Το ΔΝΤ αντιδρά, αντιπροτείνοντας μείωση για τα υψηλά εισοδήματα και τις επιχειρήσεις, πάντα στο όνομα της «ανάπτυξης». Η διελκυστίνδα προκαλεί επίσης καθυστέρηση. Θα συμφωνήσουμε για να αρθεί;
Τα παραδείγματα πολλαπλασιάζονται αν εξετάσουμε όλα τα σημεία των διαφωνιών. Και το πεδίο της διαπραγμάτευσης ρευστοποιείται συνεχώς, καθώς η πλευρά των δανειστών προσθέτει διαρκώς νέες απαιτήσεις. Ευθύνεται η κυβέρνηση; Είναι σίγουρο ότι ακόμη και το «ναι σε όλα» σήμερα θα σταθεροποιήσει το πλαίσιο της συμφωνίας;
Και το γενικότερο ερώτημα–ομπρέλα όλων των παραπάνω: Ακόμα και αγνοώντας κάθε αξιακή διάσταση, αφαιρώντας και το τελευταίο ίχνος ταξικής μεροληψίας και κάθε στρατηγικό πρόταγμα του «προοδευτικού χώρου», παραιτούμενοι από τον στοιχειώδη οικονομικό ορθολογισμό ανάλυσης των καπιταλιστικών κρίσεων, ακόμη και αποδεχόμενοι τη σωτηριολογική επαγγελία των «ξένων επενδύσεων», πιστεύουμε ότι ένα τέτοιο διάτρητο πρόγραμμα «προσαρμογής» θα κλείσει τον υφεσιακό κύκλο και θα εξασφαλίσει μια σταθερή τάση ανάκαμψης;
Το ερώτημα βεβαίως δεν αφορά μόνο τους άλλους. Αφορά την κυβέρνηση και το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, πρωταρχικά θα έλεγα.
Αν η υπόθεση του τέλους της λιτότητας δεν είναι υπόθεση του αύριο· αν αυτό που μπορεί να τεθεί ως μεσοπρόθεσμος στόχος είναι το αίτημα της «δίκαιης λιτότητας»· αν αυτό προϋποθέτει την ανάκτηση της πολιτικής από τις λαϊκές τάξεις· αν η «ενθουσιώδης απειρία» της προηγούμενης φάσης δεν μπορεί να αποτελεί απάντηση στην πολυπλοκότητα της συγκυρίας· αν η ειλικρίνεια μπορεί να γίνει στοιχείο της πολιτικής πρακτικής και όχι δημαγωγική επαγγελία, τότε αυτό που θα άξιζε να δοκιμαστεί είναι η πρόσκληση και η οργάνωση ενός δημόσιου διαλόγου για όλα αυτά.
Και η διαμόρφωση της προγραμματικής βάσης ενός κοινωνικού συμβολαίου όσων δεν αποδέχονται τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα πεδίο δοκιμασίας και των απόψεων και των υπεκφυγών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

«Όλβιος όστις ιστορίας έσχε μάθησιν»(Ευριπίδης) : «Ο Χίτλερ και οι Απόστολοι του Κακού» /Ντοκιμαντέρ (2016)

Αντικειμενικό πορτρέτο, βασισμένο σε έγχρωμα αρχεία, του Αδόλφου Χίτλερ και των ανδρών γύρω του, που ήταν οι  υπεύθυνοι για την επιτυχία του...