Πέμπτη, Αυγούστου 28, 2014

Λυπούμαι που σας γέννησα, γιατί σας αγαπώ

ΟΙ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΟΙ

Μόνο οι γραμματολόγοι και οι ανθολόγοι τούς θυμούνται .
Τσιμπολογούν κάποια ψίχουλα από το έργο τους,
αλλά ελάχιστα σκύβουν πάνω σ' αυτό,
και βιάζονται να το προσπεράσουν, λες και κάνουν αγγαρεία.
Οι λησμονημένοι λογοτέχνες μας, λαϊκοί και έντεχνοι,
αποτελούν, φευ, μουσειακό είδος.
Για μια κοινωνία αλλήθωρη, που το 'να μάτι της
κοιτάζει με τρόμο το μέλλον και τ' άλλο
είναι στραμμένο επιλεκτικά στο ένδοξο παρελθόν,
η ελληνική λογοτεχνία αποτελεί,
σχεδόν στο σύνολό της, άχρηστη ενασχόληση.
Έχουμε μια νέα γενιά φιλαναγνωστών που δε γνωρίζει
Παπαδιαμάντη και Σολωμό, που δεν έχει διαβάσει
ούτε ένα κείμενο του Βιζυηνού και του Θεοτόκη,
ενώ γνωρίζει όλα τα έργα της εγχώριας
και της ξένης λάιφ στάιλ λογοτεχνίας!
Ο Gerontakos , σε πείσμα των καιρών και κόντρα στον άνεμο μεταμοντερνισμού,
δεν θα παύσει , εφ΄όρου ζωής , να μνημονεύει τους λησμονημένους λογοτέχνες,
τους "δευτεροκλασάτους" ή "ήσσονες" , εκτιμώντας την τεράστια  συμβολή τους
 στη διαμόρφωση της σύγχρονης λογοτεχνικής πραγματικότητας.
Οι νεότεροι λογοτέχνες δεν έρχονται από το πουθενά
ούτε το έργο τους είναι προϊόν συσκευασμένο εν κενώ.
Μέσα σ' αυτό υπάρχουν , έστω κι αν ορισμένοι δεν το παραδέχονται,
τα ίχνη από τα πατήματα των παλαιότερων ομοτέχνων τους,
που ούτε σπουδαγμένοι στην Εσπερία ήταν οι περισσότεροι απ' αυτούς
ούτε είχαν πληρώσει περιουσίες ολόκληρες, για να ασκηθούν
στην περιβόητη "δημιουργική γραφή" , με την οποία τα αμερικανικά πανεπιστήμια
υπόσχονται ότι θα σε κάνουν νέο ...Χεμινγουέη .
***

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ
(1853-1919)

Στα παιδιά μου

Μία φορά κι έναν καιρό σε χρόνια περασμένα
ένας μπαμπάς, παιδάκια μου, εζούσε σαν κι εμένα,
κι αυτός επήρε μια μαμά καθώς και τη μαμά σας
και τρία έκαμαν παιδιά, που είχαν τ' όνομά σας.

Και ο μπαμπάς απέθανε, μα δίχως διαθήκη,
και τα παιδιά του έψαχναν να εύρουν χαρτζιλίκι΄
αλλά δενηύραν τίποτε παρά χαρτιά γραμμένα,
εφημερίδες μπόλικες, μια κάλπικη δραχμή
κι ένα σταυρό καθώς αυτόν που έδωσε σ' εμένα
ο κύριος Πρωθυπουργός για δόξα και τιμή.

Και τα παιδιά μεγάλωσαν σιγά σιγά κι εκείνα
κι εγνώρισαν τους Έλληνας , τον κόσμο, την Αθήνα,
μα είδαν πως κοπάνιζαν καβουρδιστόν αέρα
και τότε πια εννόησαν πως είχανε πατέρα
που ήταν το κεφάλι του γεμάτο από πίτερα,
κι επέρασαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Θέλετε κι επιμύθιον, παιδιά μου, να σας πω;...
λυπούμαι που σας γέννησα, γιατί σας αγαπώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: