Σάββατο, Αυγούστου 23, 2014

Έργα-σταθμοί στη Νεοελληνική Λογοτεχνία

 http://www.chronosmag.eu/assets/images/9/skaribas-mariabas-cover300-a4477e39.png
Το πρώτο μυθιστόρημα του Γιάννη Σκαρίμπα (Γιάννης Σκαρίμπας - Βικιπαίδεια) , ο "Μαριάμπας", γράφτηκε και εκδόθηκε σε μια εποχή εξαιρετικά κρίσιμη για τη νεοελληνική λογοτεχνία. Τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία εγκαταλείπεται βαθμηδόν ο παραδοσιακός τρόπος γραφής και νέες τάσεις, εν μέρει φερμένες από την Ευρώπη, εν μέρει γεννημένες από μια ντόπια ανάγκη για ανανέωση, έρχονται να επικρατήσουν και να δημιουργήσουν ένα νέο ύφος.
Από την άποψη αυτή ο "Μαριάμπας" βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή της πρωτοπορίας αφού με την ιδιαίτερη γραφή του εγκαινιάζει το ελληνικό Αντιμυθιστόρημα. Η πολύπλοκη αφηγηματική του τεχνική, η τελείως προσωπική του γλώσσα, η συνεχής υπονόμευση της χρονικής αλληλουχίας, η μίξη των αφηγηματικών επιπέδων, η σάτιρα, η ειρωνεία, ο πρωτοφανέρωτος στην ελληνική λογοτεχνία ήρωάς του -από τους πρώτους αντιήρωες της ελληνικής πεζογραφίας- είναι μερικά από τα πιο σημαντικά συστατικά του μυθιστορήματος· όταν πρωτοκυκλοφόρησε, το 1935 έκανε μεγάλη εντύπωση και προκάλεσε μεγάλους επαίνους αλλά και οργισμένες αντιδράσεις, πάντα όμως με κάποια δόση αμηχανίας μπροστά στο τελείως ιδιότυπο ύφος του.
Σήμερα, ογδόντα  περίπου χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση, ο "Μαριάμπας" εξακολουθεί να αποτελεί ένα πρωτοποριακό μυθιστόρημα, είτε σε συνδυασμό είτε ανεξάρτητα από τα ιστορικά συμφραζόμενα της γεννήσής του.(Βιβλιονέτ)

 
ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΚΑΙ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΤΗ ΓΛΩΣΣΟΠΛΑΣΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΚΑΡΙΜΠΑ 
ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΤΕΡΝΟ  ΥΦΟΣ ΤΟΥ, ΓΕΓΟΝΟΣ ΠΟΥ 
ΤΟΝ ΣΥΓΚΑΤΑΛΕΓΕΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΥΣ 
ΕΥΡΩΠΑΙΟΥΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ.
 
αγριογυιός (σ. 97): (άγριος + γιος) σύνθετο ουσιαστικό όπου το πρώτο συνθετικό της λέξης προσδιορίζει το δεύτερο.
αεροκρέμομαι (σ. 126): (αέρας + κρέμομαι) σύνθετο ρήμα που σημαίνει αιωρούμαι.
Αλαμαμπίτς / Αλαμαμπίς / Αλαμαμπίτς Ιρλαντάν (σ. 103, 105 και 153 αντίστοιχα): φράση χωρίς συγκεκριμένο νόημα.
αλληλοϋποκαθίσταμαι (σ. 138): (αλληλο + υποκαθίσταμαι) σύνθετο ρήμα. Το πρώτο συνθετικό δηλώνει μια σχέση αμοιβαιότητας ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις ως προς ό,τι δηλώνει το ρήμα.
αρετολόγιο (σ. 125): (αρετή + λόγος) σύνθετο ουσιαστικό που δηλώνει το βιβλίο για την καταχώριση των αρετών κάποιου.
αρθρόκνημο (σ. 21, 68, 69, 70, 139): (άρθρωση + κνήμη) σύνθετο ουσιαστικό που δηλώνει το φυτό που μετακινείται μόνο του και παραπέμπει στο αρθρόποδο (έντομο).
αρκουδόσκαγα (σ. 141): (αρκούδα + σκάγια) σύνθετο ουσιαστικό, όπου το πρώτο συνθετικό προσδιορίζει το δεύτερο.
αρχισφουρλακιστής (σ. 27, 103): ουσιαστικό που σχηματίζεται από τον ιδιωματικό τύπο σφούρλα (βορειοελλαδίτικο ιδίωμα), δηλαδή «σβούρα, στροφή»· εδώ χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που γυρίζει τα πράγματα, τα ανατρέπει. Το πρώτο συνθετικό (αρχι-) προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία της υπεροχής, της αρχηγίας (προέρχεται από τον αρχ. ελληνικό τύπο ἄρχω).
αταξισμός (σ. 161): ουσιαστικό που σχηματίζεται από το ρήμα ατακτώ και την παραγωγική κατάληξη -ισμός. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει συμπεριφορά ή τάση που χαρακτηρίζεται από ό,τι δηλώνει το θέμα (αταξ-ισμός). Εδώ παραπέμπει στο επίθετο αταξικός και στο ουσιαστικό αταξία ταυτόχρονα.
ατελευτότητα (σ. 161): ουσιαστικό που σχηματίζεται από το επίθετο ατελεύτητος.
αχνοθαμπίζω (σ. 145): (αχνός + θαμπίζω) σύνθετο ρήμα όπου το πρώτο συνθετικό ενισχύει τη σημασία του δεύτερου.
γαβριάζω (σ. 94): ρήμα που σχηματίζεται από τη λέξη γαβριάς, η οποία σημαίνει «έξυπνος και ζωηρός αλήτης». Πρόκειται για εξελληνισμό του γαλλικού ονόματος Gavroche, ήρωα του μυθιστορήματος Οι Άθλιοι του V. Hugo.
γραμματοκολλητής (σ. 24, 132): (γράμμα + κολλάω) σύνθετο ουσιαστικό που δηλώνει αυτόν που κολλάει τα γράμματα ή τα γραμματόσημα.
εαυτούλαρος (σ. 154): υπερθετικός βαθμός της λέξης εαυτούλης. Εδώ χρησιμοποιείται ειρωνικά.
εκειδούλια (σ. 35): σχηματίζεται από το επίρρημα εκειδά και λειτουργεί ως υποκοριστικό.
καταποπάνω (σ. 137): (κατά + από + πάνω) επίρρημα που σημαίνει «ακριβώς από πάνω».
κωλοτουμπηδόν (σ. 70, 139): επίρρημα που σχηματίζεται από τη λέξη κωλοτούμπα και σημαίνει «κάνοντας κωλοτούμπες».
λυκόσκαγα (σ. 141, 143): (λύκος + σκάγια) σύνθετο ουσιαστικό, όπου το πρώτο συνθετικό προσδιορίζει το δεύτερο.
μαστρομουτζουρωτής (σ. 34): σύνθετο ουσιαστικό, όπου το πρώτο συνθετικό (μαστρο-) δηλώνει επιδεξιότητα ως προς το δεύτερο συνθετικό. Εδώ χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που κάνει καλές μουτζούρες, αντί να ζωγραφίζει (μαστροχαλαστής στη ζωγραφική).
Μηλαίδη (σ. 101): (μη + λαίδη) η λέξη παραπέμπει σε κάποια που δεν είναι κυρία ή αποτελεί παράφραση της αγγλικής φράσης «Μάϊ Λέϊντ» (που απαντά κι εδώ με αυτή τη μορφή, βλ. σ. 135), έπειτα από τη μεταφορά της στην ελληνική γλώσσα. Εδώ χρησιμοποιείται ειρωνικά.
μπάλια (σ. 149): λέξη χωρίς συγκεκριμένο νόημα.
μπρουμουτίζω (σ. 156): το ρήμα σχηματίζεται από το επίρρημα μπρούμυτα.
νινίστικα (σ. 137): επίρρημα που σχηματίζεται από το ουσιαστικό νινί. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον τρόπο συμπεριφοράς κάποιου (εδώ του φεγγαριού) που μοιάζει με τις κινήσεις ενός μωρού ή μικρού παιδιού.
ντίγκισμα (σ. 30, 75, 90): ηχοποίητη λέξη που δημιουργείται από τον ήχο της χορδής ενός μουσικού οργάνου (ντιγκ).
ονειριάρικα (σ. 99): επίρρημα που σχηματίζεται από τον λαϊκό τύπο ονειριάζομαι και ονείριασμα. Δηλώνει πως κάτι συμβαίνει με τρόπο ονειρικό.
οπουφυγισμός (σ. 70): ουσιαστικό που σχηματίζεται από την έκφραση «όπου φύγει φύγει» και σημαίνει άτακτη φυγή.
πανωγράφω (σ. 19, 43, 126): (πάνω + γράφω) σύνθετο ρήμα όπου το πρώτο συνθετικό προσδιορίζει το δεύτερο. Σημαίνει «γράφω στο πάνω μέρος».
παρλβουφρανσίζω (σ. 17): ρήμα που σχηματίζεται από τη γαλλική φράση «parlez-vous franҫais» και σημαίνει «μιλάω γαλλικά».
περιθαλάσσι (σ. 35): (περί + θάλασσα) σύνθετο ουσιαστικό που σχηματίζεται κατ’ αναλογία με τις λέξεις ακρογιάλι και περιγιάλι (ακροθαλάσσι / περιθαλάσσι).
πισωστέκομαι (σ. 150): (πίσω + στέκομαι) σύνθετο ρήμα, όπου το πρώτο συνθετικό προσδιορίζει το δεύτερο. Σημαίνει «σταματώ για λίγο να περπατώ και στρέφομαι προς τα πίσω».
πουπουλίζω (σ. 81): ρήμα που σχηματίζεται από το ουσιαστικό πούπουλο και σημαίνει «αναδεύομαι όπως το πούπουλο».
προστυχομπογιατζής (σ. 76, 94): (πρόστυχος + μπογιατζής) σύνθετο ουσιαστικό όπου το πρώτο συνθετικό προσδιορίζει το δεύτερο.
πρωτόφυτο (σ. 66): (πρώτο + φυτό) σύνθετο ουσιαστικό που σχηματίζεται από το αριθμητικό επίθετο πρώτος και το ουσιαστικό φυτό. Η λέξη δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό δημιουργήθηκε πρώτο ή βρίσκεται πρώτο σε μια σειρά.
ριζόποδο (σ. 70): (ρίζα + πόδι) σύνθετο ουσιαστικό όπου το ουσιαστικό ρίζα προσδιορίζει το ουσιαστικό πόδι. Δηλώνει αυτόν που έχει ρίζα αντί για πόδι, δηλαδή το φυτό.
σβαρνοπόδης (σ. 75): (σβαρνίζω + πόδι) σύνθετο ουσιαστικό όπου το δεύτερο συνθετικό προσδιορίζει το πρώτο. Δηλώνει αυτόν που σέρνει τα πόδια του.
σβίγκος των γύρων (σ. 103): η λέξη σβίγκος χρησιμοποιείται καταχρηστικά. Δεν δηλώνει το γλύκισμα που έχει τη μορφή βόλου· το σχήμα, ωστόσο, συνδέεται με τη λέξη γύρος που ακολουθεί και ταυτόχρονα παραπέμπει στον ήχο που ακούγεται όταν ένα αντικείμενο στριφογυρίζει (σβιγκ). Η φράση δηλώνει τα λόγια ή τις πράξεις που ανατρέπουν την πραγματικότητα.
σκαρφατσαλώνω (σ. 154): ρήμα που σχηματίζεται από το ρήμα σκαρφαλώνω και έχει την ίδια σημασία.
σπαθόφυτο (σ. 67): (σπαθί + φυτό) ουσιαστικό σύνθετο όπου το πρώτο συνθετικό προσδιορίζει το δεύτερο. Δηλώνει το φυτό που το σχήμα του μοιάζει με σπαθί.
σπασμικός (σ. 83): επίθετο που σχηματίζεται από το ουσιαστικό σπάσμα ή σπασμός. Εδώ χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις συσπάσεις που δημιουργούνται γύρω από το στόμα.
στρατιωτικοφυτικός (σ. 66): (στρατιωτικός + φυτικός) σύνθετο επίθετο που εδώ προσδιορίζει το ουσιαστικό τακτική (στρατιωτικοφυτική τακτική). Δηλώνει την τακτική που ακολουθούν οι στρατιωτικοί ως προς τα φυτά.
στριγγλοκατσαρώνω (σ. 26): (στριγγλίζω + κατσαρώνω) σύνθετο ρήμα που σημαίνει «βγάζω οξείες και διαπεραστικές μπερδεμένες κραυγές».
στριγγλολαρυγγίζω (σ. 18): (στριγγλίζω + λαρυγγίζω) σύνθετο ρήμα που σημαίνει «βγάζω οξείες και διαπεραστικές κραυγές που σχηματίζονται κατευθείαν στον λάρυγγα».
συνμονομαχητής (σ. 27): (συν + μονομάχος) σύνθετο ουσιαστικό, όπου το πρώτο συνθετικό (συν-) δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό συντελείται από κοινού με άλλο πρόσωπο. Εδώ σημαίνει «αντίπαλος στη μονομαχία».
σφυριχτερός (σ. 18, 26): επίθετο που σχηματίζεται από το ρήμα σφυρίζω και σημαίνει πως κάτι ακούγεται σαν συριστικός παρατεταμένος ήχος.
τηλεφυϊσμός (σ. 70): σύνθετο ουσιαστικό όπου το πρώτο συνθετικό (τηλε-) προσδίδει σε αυτό που δηλώνει το δεύτερο συνθετικό την έννοια της μεγάλης απόστασης. Η λέξη αναφέρεται ίσως στην εξυπνάδα των φυτών, χάρη στην οποία μπορούν να διανύουν αποστάσεις όταν νιώθουν πως απειλούνται.
τρίγλυμα (σ. 147): ηχοποίητη λέξη, η οποία μιμείται τον ήχο της πόρτας που τρίζει όταν ανοίγει ή κλείνει.
τσατραπατρίζω (σ. 22): το ρήμα προκύπτει από το τουρκικό τσάτρα-πάτρα (ҫatra-patra) που σημαίνει έτσι κι έτσι, ανεπαρκώς. Εδώ χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος δεν μιλάει σωστά.
φουσκομαγουλάτος (σ. 26): (φουσκώνω + μάγουλο) σύνθετο επίθετο που δηλώνει αυτόν έχει φουσκωτά μάγουλα.
φυσολογώ (σ. 101): (φυσώ + λόγος) σύνθετο ρήμα που σημαίνει μιλάω φυσώντας.
φυτένστικτο (σ. 70, 139): (φυτό + ένστικτο) σύνθετο ουσιαστικό που δηλώνει το ένστικτο των φυτών.
φυτονευρικός (σ. 40): (φυτό + νευρικός) σύνθετο επίθετο που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα νεύρα των φυτών.
φυτοπηδητικός (σ. 68): (φυτό + πηδητικός) σύνθετο επίθετο που αναφέρεται στην ικανότητα των φυτών να μετακινούνται μόνα τους.

Διαβάστε αναλυτικά: Ελένη Κόλλια=> Οι νεολογισμοί ως στοιχείο ύφους στο μυθιστόρημα Μαριάμπας του Γιάννη Σκαρίμπα

Δεν υπάρχουν σχόλια: