Παρασκευή, Νοεμβρίου 30, 2012

ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥΣ...



 

ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ 
ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΡΕΠΟΥΣΗ

Της Εύας Στάμου 
Πηγή: Protagon.gr, 25/11/2012

Το βιβλίο της Μαρίας Ρεπούση, με θέμα την κρίσιμη διαμάχη των Μαρασλειακών, προσφέρει στον μέσο αναγνώστη μια σημαντική ευκαιρία αναστοχασμού πάνω στο νόημα της 'Ιστορίας': Πρέπει να σκεφτόμαστε την ιστορία ως έναν επιστημονικό κλάδο, τον οποίο θεραπεύουν ερευνητές που με συστηματικό και κατά το δυνατόν έγκριτο τρόπο επιχειρούν να φέρουν στην επιφάνεια και να ερμηνεύσουν ορθά, γεγονότα του παρελθόντος που βαρύνουν στο παρόν; Ή μήπως η ιστορία δεν είναι παρά ένα μεγαλόπνοο αφήγημα που αδιαφορεί για τα επιμέρους συμβάντα, στοχεύοντας σε μία μυθιστορία που θα απαλείφει τυχόν πολιτισμικές, κοινωνικές, ή άλλες διαφορές, και θα ομογενοποιεί τους πολίτες μιας χώρας στη βάση μιας προκαθορισμένης αντίληψης για την εθνική ταυτότητα;

Η μονογραφία της Ρεπούση εστιάζει στη διαμάχη που ξεκίνησε από το Μαράσλειο Διδασκαλείο τον Μάρτιο του 1925 και δίχασε τους εκπαιδευτικούς, τα κόμματα, και τον κλήρο, για μια ολόκληρη διετία. Αφορμή της διαμάχης στάθηκε η ομιλία της καθηγήτριας Ρόζας Ιμβριώτη στο Μαράσλειο για τον τρόπο που θα έπρεπε να διδάσκεται η Επανάσταση του 1821, και το μάθημα της Ιστορίας γενικότερα, τρόπος που από πολλούς θεωρήθηκε επικίνδυνος για τους μαθητές, το κράτος και την συνοχή του έθνους.

Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η χρήση της δημοτικής στη διδασκαλία, η επιστημονική εγκυρότητα της διδασκόμενης ιστορίας, η έννοια της εθνικής ταυτότητας, βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της υπόθεσης που απασχόλησε τους πολιτικούς, τους στρατιωτικούς, τη Δικαιοσύνη, την Εκκλησία, τον Σύνδεσμο για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, και φυσικά τον Τύπο που συμμετείχε στη διαμάχη με πλήθος δημοσιευμάτων υπέρ (Δημοκρατία) ή κατά (Εστία, Σκριπ κ.α.) των μεταρρυθμιστών--ή, όπως στην περίπτωση του Ριζοσπάστη, απαξιώνοντας τόσο τους μεταρρυθμιστές όσο και τους αντιπάλους τους λόγω της αστικής καταγωγής τους, και της ενασχόλησής τους με ζητήματα ανθρωπιστικής παιδείας που δεν αφορούν την εργατική, αλλά την αστική τάξη.


Η Ρόζα Ιμβριώτη υποστήριξε ότι το μάθημα της Ιστορίας πρέπει να ενταχθεί στα επιστημονικά μαθήματα με έμφαση στις πηγές και παιδαγωγικό στόχο την προσπάθεια καλλιέργειας της ιστορικής σκέψης των μαθητών. Η παρέμβασή της τονίζει ότι σκοπός της διδασκαλίας της Ιστορίας είναι να γνωρίσουν οι μαθητές τον ανθρώπινο πολιτισμό σε όλες του τις εκφάνσεις ώστε να κατανοήσουν την σύγχρονη ζωή. Η ιστορία δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να δίνει έμφαση στους πολέμους, την διαδοχή των Βασιλέων, ή την αντιπαλότητα με άλλα κράτη, αλλά στα επιτεύγματα των λαών.

Στην ουσία, οι υπέρμαχοι της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, υπό την ηγετική μορφή του Αλέξανδρου Δελμούζου, διευθυντή του Μαράσλειου Διδασκαλείου, φαίνεται να προάγουν ένα ελληνοκεντρικό μοντέλο, το οποίο στοχεύει στην ανάδειξη της σπουδαιότητας του ελληνικού πολιτισμού και στην διερεύνηση της σχέσης του με άλλους πολιτισμούς. 

Σε κάποιο σημείο της εισήγησής της, η Ιμβριώτη αναφέρθηκε εν συντομία στην οικονομική διάσταση της επανάστασης του 1821. Η αναφορά στον οικονομικό παράγοντα, και η συνακόλουθη άποψη ότι υπήρχαν διακριτές κοινωνικές τάξεις που έδρασαν κατά την απελευθερωτική επανάσταση, αποτέλεσε αφορμή να κατηγορηθεί η Ιμβριώτη από τους αντιπάλους της ότι χρησιμοποιεί τον Ιστορικό Υλισμό για να κάνει προπαγάνδα υπέρ του Μπολσεβικισμού.

Οι αντίπαλοι των μεταρρυθμιστών, επιχειρούν να πείσουν το ευρύ κοινό ότι όσοι επιδιώκουν την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση θέτουν σε κίνδυνο το έθνος, εφόσον αρνούνται ότι η επανάσταση του ’21 ήταν η αυθόρμητη εξέγερση μιας αδιαφοροποίητης λαϊκής μάζας που, με τη βοήθεια της Εκκλησίας, αποκατέστησε την δισχιλιετή εθνική συνέχεια που συνδέει την Ελληνική Αρχαιότητα με το Ελληνικό Κράτος.

Η Εκκλησία, η οποία αρχικά είχε κρατήσει μετριοπαθή στάση, ενεπλάκη τελικά στη διαμάχη, μετά από πίεση των σκληροπυρηνικών εθνικιστών προκειμένου να υποστηριχθεί η εικόνα της ‘εθνικοποιημένης θρησκευτικότητας’ που προήγαγαν οι ίδιοι. Με την αρωγή μερίδας του Τύπου και ιδιαιτέρως της εφημερίδας Σκριπ, παρουσιάζουν την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και το γλωσσικό ζήτημα, σαν μέρος ενός σκοτεινού σχεδίου, μία συνωμοσία που δεν αφορά μόνο την εκπαίδευση αλλά επίσης την κοινωνία, το κράτος, το έθνος και στην οποία κάθε πολίτης που αγαπά την πατρίδα οφείλει να αντισταθεί.

Η συγγραφέας εξετάζει τρεις διαστάσεις που, σύμφωνα με το ερμηνευτικό σχήμα που προτείνει, οριοθετούν το πλαίσιο των Μαρασλειακών: τις έννοιες του έθνους και της ιστορίας, το εκπαιδευτικό και γλωσσικό ζήτημα, και την θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία.

Βρισκόμαστε σε μία εποχή που οι ρόλοι των φύλων είναι αυστηρά καθορισμένοι. Η ταυτότητα της γυναίκας είναι απόλυτα συνυφασμένη με τη μητρότητα και οποιαδήποτε άλλη απασχόληση θεωρείται ακόμα παρέκκλιση. Η απαίτηση για πολιτικά δικαιώματα, η ενασχόληση της γυναίκας με τα κοινά, και οι φεμινιστικές ιδέες παρουσιάζονται από τον τύπο της εποχής ως εξίσου επικίνδυνες με αυτές του κομμουνισμού. Ο μέσος πολίτης πιστεύει ότι υπάρχει κάτι αφύσικο στην επιθυμία των γυναικών να ψηφίζουν, να σπουδάζουν,να διδάσκουν. Η Ιμβριώτη δεν βρίσκει υποστηρικτές ούτε μέσα από τον κύκλο των ομοϊδεατών της εκπαιδευτικών. Αντιμετωπίζεται σαν μία αφελής γυναίκα που πρεσβεύει ‘αντιεπιστημονικές’ κι ‘αντεθνικές’ μεθόδους.  Εξαντλημένη από τις επιθέσεις που δέχεται, αποφασίζει τελικά να παραιτηθεί και να περάσει στο περιθώριο της διαμάχης ανάμεσα σε εθνικιστές και μεταρρυθμιστές. Λίγο αργότερα ωθείται σε παραίτηση και ο Αλέξανδρος Δελμούζος. Η ιδέα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης εγκαταλείπεται, οι υπέρμαχοί της διασύρονται, η ανιστορική έννοια της εθνικής ταυτότητας παραμένει απρόσβλητη από οποιεσδήποτε διαφοροποιήσεις.

Ο αναγνώστης που θεωρεί εκ των προτέρων ότι η πολυφωνική και κριτική προσέγγιση στα ιστορικά ζητήματα αποτελεί ανάθεμα για τον εθνικό ψυχισμό, θα σπεύσει να καταδικάσει το επιστημονικό πόνημα ακριβώς επειδή ως επιστημονικό βρίσκεται σε απόσταση από τον ιδιοτελή λόγο των κομματικών εκπροσώπων ή μερίδας του τύπου που αντιμετωπίζει με καχυποψία οτιδήποτε δεν παρουσιάζει το παρελθόν με βολικές κατηγοριοποιήσεις.

Αντιθέτως όποιος επιθυμεί να διεισδύσει στο νόημα των γεγονότων της κρίσιμης διετίας 1925-27, και να ενημερωθεί για τις ποικίλες όψεις ενός περίπλοκου γεγονότος, θα βρει πολύτιμο οδηγό στην μονογραφία της Ρεπούση, είτε συμφωνεί απολύτως είτε όχι με κάθε ένα από τα ερμηνευτικά της συμπεράσματα. Γραμμένη σε λαγαρή γλώσσα, με πλούσιες αναφορές στα αρχεία, και ανάγλυφη απόδοση των πρωταγωνιστών της διαμάχης, η μονογραφία αποτελεί εκτός από σημαντική επιστημονική μελέτη, ένα πολύ ελκυστικό ανάγνωσμα.

*«Τα Μαρασλειακά 1925-1927» Μαρία Ρεπούση (Πόλις, 2012)

Δεν υπάρχουν σχόλια: