Σάββατο, Ιουνίου 30, 2012

ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑ

                              ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ
 (1865-1922)
 
                         Ο ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑΡΧΗΣ
 
(Ένα επίκαιρο διήγημα από τη συλλογή "Παλιές αγάπες", 
που εκδόθηκε το  1900 και μέσα από το οποίο αποτυπώνεται
παραστατικότατα η ζωή στην ελληνική επαρχία στην αυγή
 του εικοστού αιώνα. 
Ο Ανδρέας  Καρκαβίτσας αναδεικνύει με γλαφυρό αλλά αντικειμενικό 
τρόπο τις μεγάλες πληγές της νεοελληνικής κοινωνίας από καταβολής
του "ελεύθερου" κράτους μας έως τις μέρες μας , την καθυστέρηση 
δηλαδή των ηθών  και τον πανίσχυρο κομματισμό, που μετατρέπει σε 
φέουδό του  το κράτος, υπαλλήλους των κυβερνητικών κομμάτων τους 
δημόσιους λειτουργούς και ευτελέστατους υπηκόους τους πολίτες,
 που υποχρεώνονται στους πιο ταπεινωτικούς συμβιβασμούς, 
               εάν θέλουν να μην έχουν μπλεξίματα με το Νόμο...) 


Ακολουθούσα κάποιο απόσπασμα στου Κίσσαβου τα χωριά. Μόλις φτάσαμε
στη Σπηλιά, ο απόσπασματάρχης μοίρασε στα κονάκια τους στρατιώτες
και μεις πήγαμε στου πάρεδρου το σπίτι. Η νοικοκυρά, καλοδέματη
γυναίκα, με το «καλώς κοπιάζετε» ήρθε κι έριξε μπροστά μας το σοφρά
και καθίσαμε σταυροπόδι χάμω, μαζί με το νοικοκύρη, που μας φίλευε.
Το τραπέζι ήταν καλό και πλούσιο. Ο σύντροφός μου με τα ορθά
μουστάκια του, το ηλιοψημένο πρόσωπο και τον τσουχτερό βούρδουλά του
εφρόντιζε πάντα να δείχνη πως δε χωρατεύει με το φαγί. Ένα
οψιμογέννητο κατσίκι βρισκότανε ροδισμένο στο ταψί· ένα καρβέλι από
νιο σιτάρι άχνιζε και πεντοβολούσε στο σοφρά· ένα κλειδοπίνακο με
τυρί χιονάτο κι η πήτα έμεναν στο παραθύρι για κάθε χρεία. Ακόμη
καμάρωνε στο πλευρό του νοικοκύρη η πλόσκα με κρασί της Ράψανης, που
τραβούσε από μακριά κάθε κρασοπατέρα.

Η νοικοκυρά έφερε το πισκίρι, τ' απλώσαμε στα γόνατα κι άρχισε η
δουλειά. Βαρειά δουλειά το φαγί, τι τα θέλεις! Φαντάσου να κάθεται
κανείς κάπου μια ώρα, να κουνή ζερβόδεξα τα χέρια του, να χτυπάη
απάνω — κάτω τα σαγόνια του, να πασαλείφη τα μουστάκια και να έχη
μονάχη φροντίδα την παλιοκοιλιά του! Δεν ξέρω· μα για μένα το φαγί
μου φαίνεται βαρύτερο κι από του λιναριού τα πάθη.

Η αλήθεια είνε πως δεν έχουν όλοι την ίδια ιδέα. Τρανή απόδειξη έχω
το νοικοκύρη, που ξεκοκκάλιζε αλύπητα το ψητό, και το σύντροφό μου,
που άρπαζε απ' όλα και κει που έριχνε στο στόμα του, σύνωρα πετούσε
κρέατα και ψωμί στα σκυλιά, χωρίς να φροντίζη για τις φλοκοτές
κουβέρτες που στρώνανε το πάτωμα. Καπετάνος, σου λέει. κι ό,τι θέλει
κάνει· σε σκοτώνει και σε πληρώνει!

Άξαφν' ακούστηκαν αλυχτήματα στην αυλή και βαριά πατήματα στη σκάλα
και σιγαλινές φωνές. Ο πάρεδρος σηκώθηκε να ιδή τι τρέχει και σε
λιγάκι έμπασε δυο χωριάτες. Ήταν ένας γέροντας ψηλός και λιγνός κι
ένας νέος ομορφοκαμωμένος.

 — Καλώς τα χαιρώστε! ευχήθηκαν κι οι δυο, φέρνοντας το δεξί χέρι
στο στήθος.

 — Καλώς τους· απάντησε ο καπετάνος, καθίστε.

Έδειξαν πως ντρέπονται, ζήτησαν με το βλέμμα γύρω τη θέση και
στρώθηκαν σταυροπόδι κατάχαμα. Ο πάρεδρος τους έδωκε την πλόσκα κι
έπιαν απόλιγο, αφού χαιρέτισαν μ' ένα:

 — Στην υγειά σας. καπετάνοι· να χαιρώστε τα γαλόνια σας κι άλλα να
κερδίστε.

 — Τι είνε, ρε παιδιά; Πώς ήταν κι ήρθατε; τους ρώτησε ο σύντροφός
μου, παίζοντας με τα κεφάλια των σκυλιών του.

 — Με το συμπάθειο, καπετάνε, έχουμε κάτι να μιλήσουμε· είπε ο
γέροντας ξαναχαιρετώντας. [Η] Γιώργης, το παιδί αποδώ, έχει να πάρη
τη θυγατέρα μου, το Ασημό γναίκα. Αύριο, που ξημερώνει Κυριακή, λέμε
να κάνουμε τα στέφανα. Ήρθαμε το λοιπό να σας παρακαλέσουμε να
κοπιάστε στη χαρά μας.

 — Εύκολο πράμα· είπα εγώ αμέσως. Να ζήσης, Γιώργη· θα ρθούμε δίχως
άλλο.

Ο Γιώργης κοκκίνησε, χαμήλωσε το κεφάλι στενοχωρημένος και δεν
απάντησε.

 — Δεν είν' αφτό μονάχα, εξακολούθησε ο γέροντας· έχουμε κι άλλα να
μιλήσουμε. Εγώ, καπτάνε μ', καθώς το συνηθάμε στον τόπο μας, είχα
αρρεβωνιασμένη από μικρή το Ασημώ μου με τον Τασό, του Μήτρου Πάλλα
τον υγιό. Είμαστε φίλοι παλαιοί με το Μήτρο· οι φαμίλιες μας νταμ —
παπαντάμ συγγενολογιόνται. Σαν έκλεισε τα δυο χρόνια το Ασημώ μου
ήρθε η Μήτρος να τη συβάση για τον Τασό του. Το θυμάμαι σαν να ήταν
σήμερα. Μόλις απόλυσε η εκκλησιά — Κυριακή ήταν — μια και δυο στο
σπιτικό μου. Πήρε το Ασημώ στα γόνατά του, του βαλε στα χέρι ένα
μετζήτι και λίγα στραγαλάκια, το φίλησε και του είπε: Σε συβάζω με
το υγιό μου τον Τασό. Εκείνο το σιχαμένο έβαλε κάτι γέλια!...

 — Το χαμόθελε φαίνεται· είπα εγώ γελώντας.

 — Μπα· δεν καταλάβαινε το ζλάπι! εσυμπέρανε ο γέροντας. Μα θα πης
ποιος το ξέρει κι όλα; Θηλυκό ήταν άντρα του δίναν· ποιος λέει πως
δεν τ' αρέσει το μέλι; Ως τόσο ήταν συβασμένο το Ασημώ μου με τον
Τασό. Όσο μεγάλωναν, τόσο γνωριζόντανε καλύτερα. Τα συγγενολόι του
Μήτρου έκραζε νύφη του το Ασημώ· και το δικό μου συγγενολόι έκραζε
γαμπρό του τον Τασό. Όλο το χωριό το ήξερε. Δεν είμαστε δα και
πολλοί κι ο ένας κρύβεται πίσω από τον άλλον...

 — Ως εδώ καλά πάμε· είπε ο καπετάνος, καλοξαπλωμένος σε μια
προσκεφαλάδα.

 — Χμ!... έκαμε ο νοικοκύρης, κουνώντας δισταχτικά το κεφάλι.

 — Καλά· μα τώρα να που βάλθηκε τούτος ο σατανάς και ξεμυάλισε τη
δυχατέρα μου· είπε ο γέροντας δείχνοντας το παιδί. Δε σου λέω,
πρόσθεσε· το φταίξιμο το έχει [η] Τασός που έγινε ένας
κουτοβόμπιρας. Μπορεί εκείνος να κυβερνήση ένα θεοκόριτσο σαν το
Ασημώ μου; Είδε, που λες, η κόρη τούτο το ελάτι, πού να σκύψη να ιδή
τα γαϊδουράγκαθο! Η οξιά με το γαϊδουράγκαθο μαθές πάει;


 — Βέβαια όχι αποκρίθηκα. Η οξιά θέλει το ελάτι· κάνουν αντιρίμια
αντρειωμένα.

Το παιδί γύρισε τα μεγάλα μάτια του απάνω μου, βέβαια θέλοντας να μ'
ευχαριστήση.

 — Α, ντε! το ίδιο λέω και γω. Μα [η] Τασός δεν ήξερε να ειπή το
ίδιο. Έκαμε αρχή από τα δάκρυα και τις παρακάλιες. Μα σαν είδε την
κόρη, που ήταν έτοιμη να τον καταχερίση με τον κόπανο, λύσσαξε.
Λύσσαξε μαζί και το συγγενολόι του και φοβερίζουν να κάψουν και να
σκοτώσουν.

 — Και συ τι λες: ρώτησα το γέροντα.

 — Εγώ τι να ειπώ; αποκρίθηκε σηκώνοντας τους ώμους· δίκιο έχει κι η
κόρη, δίκιο και το παιδί. Το φταίξιμο το έχουμε μεις οι γονοί, που
πάμε και σκλαβώνουμε τη ζωή των παιδιώ μας.

 — Αμ σαν το ξέρτε, γιατί δεν το κόβετε; ρώτησε ο σύντροφός μου.

 — Δεν το ξέραμε, καπετάνε! Πετάχτηκε τώρα ο νοικοκύρης. Έτσι το
βρήκαμε μιας αρχής· έτσι παντρεύτηκα και γω κι οι γονοί μας κι οι
γονοί τω γονιώ μας. Πρώτα σήμερα γίνεται ν' αρνηθούν τη σύβαση.

 — Έτσι το είχατε, μα τώρα το χαλάμε μεις! είπε δυνατά, ανοίγοντας
πρώτη φορά το στόμα ο Γιώργης.

 — Και τώρα τι θέλτε από μένα; ρώτησε χαμογελώντας ο σύντροφός μου.

 — Σαν ο Θεός σας έστειλε, καπετάνοι μου, είπε ο γέροντας με
παρακαλεστική φωνή, να μας κάμετε χατήρι να ρθήτε και λόγου σας, σα
θα πάμε τη νύφη στο σπίτι του γαμπρού. Εκείνοι λεν πως θα ρθούν να
την αρπάξουν μέσ' από τους καλεσμένους· λεν να σκοτώσουν το γαμπρό·
ξέρω τι κακό με βρίσκει; Λυσσασμένος σκύλος, όπου φτάση δαγκώνει.
Σώσε μας, καπτάνε μ', και να γενούμε σκλάβοι σου.

 — Καλά· σύρτε τώρα στο καλό. Αύριο τα λέμε πάλι· είπε με επιφύλαξη
ο σύντροφός μου.

Την αυγή, που κατεβήκαμε στο μεσοχώρι, πρώτη δουλειά του καπετάνου
ήταν να μάθη τι και ποιος αυτός ο Μήτρος Πάλλας και το συγγενολόγι
του. Όχι αν ήταν μεγαλόσωμος και παλληκαράς ή αν βαστιότανε το
συγγενολόγι του στο χωριό. Μα με τι κόμμα ήταν και ανάλογα να φερθή.
Γιατί — να τα λέμε μεταξύ μας — ένας αποσπασματάρχης δεν πηγαίνει να
τσακίζη τα κέρατά του στα κατσάβραχα, ούτε η υπερεσία στέλνει τον
τυχόντα. Πάντα πηγαίνει εκείνος που θα φροντίση, βέβαια, για την
τάξη, μα θα δουλέψη και τον ισχυρό της ημέρας. Και ο σύντροφός μου
ήταν αλήθεια λαμπρός αξιωματικός, είχε όμως και κοινωνικές
υποχρεώσεις ο άνθρωπος, σαν κάθε άνθρωπος. Αν δεν είχε τον
κομματάρχη του, ποιος θα διώριζε, χάρη λόγου, τον αδερφό του στη μια
θέση ή τον ξάδερφό του στην άλλη θέση; Ποιος θα φρόντιζε ν' αθωωθή
από το κακούργημα ο γαμπρός του ή να πάρη «κατ' οίκον νοσηλεία» ο
τάδε κατάδικος συγγενής του. Και ποιος θα έστελνε τον ίδιον
αποσπασματάρχη να ξεκοκκαλίζη οψιγέννητα κατσίκια και να παίρνη τον
καφέ του κάτω από τον πλάτανο, εδώ που οι χωριάτες τον παραστέκουν
σαν τον Αβδούλ Κερίμ πασά; Έκραξε τον πάρεδρο και τον ρώτησε.

 — Του Τσομάκη· ούλοι μονόβολο του Τσομάκη! Άτιμη φάρα! κακή γενιά!
ούλοι του Τσομάκη ένε! αποκρίθηκε με αγανάχτηση εκείνος.

Ο καπετάνος εγνώριζε πως ο Τσομάκης ήταν αντίπαλος του Τσότρα, που
είχε χρέος να συντρέξη. Πριν να φύγη από τη Λάρισα, πήγε πρώτα να
πάρη διαταγές από τον αρχηγό του στρατού κι έπειτα ίσια στον αρχηγό
της πολιτικής. Έμαθε ποιοι ήταν οι φίλοι, ποιοι οι εχτροί. Ποιόν θ'
αφίνη ελεύθερο και ποιόν θα κατατρέχη. Ποια εντάλματα θα ενεργηθούν
και ποια θα μείνουν. Άρα στην άτιμη αυτή φάρα του Πάλλα όλα έπρεπε
να ενεργηθούν. Άνοιξε αμέσως το φύλακά του, διάβασε τα χαρτιά, μα
κανένα δεν ήταν για τον Τασό και τους δικούς του. Κρίμα μεγάλο
κρίμα!

 — Δεν έκαμε τίποτα έτσι, που να πίνη νερό, να τον στείλουμε μέσα;
ρώτησε πάλι τον πάρεδρο.

 — Δεν έκαμε· είπε με μεγάλη του λύπη εκείνος· μα ένε αλογοσούρτης.

 — Έκλεψε τώρα κοντά κανένα άλογο;

 — Τώρα δεν έκλεψε, μα πάντα κλέβει...

Ο καπετάνος κούνησε το κεφάλι. Αν ήταν έτσι, έπρεπε να συλλάβη όλο
το χωριό. Τίποτ' άλλο δεν έχει;

Έμειναν και οι δυο σκυφτοί, συλλογισμένοι απάνω στα πεζούλια, κι ο
γεροπλάτανος άπλωνε τα κλαριά του και ίσκιωνε όλο το μεσοχώρι. Έξω
από το καφενεδάκι οι στρατιώτες, λεροί και ξεκούμπωτοι, με το
απαραίτητο λυτάρι στην ξιφολόγχη τους κουτσόπιναν τσίπουρο κι
έπαιζαν την κοντσίνα. Οι χωριάτες μακρύτερα μπουλούκια — μπουλούκια
κρυφομιλούσαν συνατοί τους και κοίταζαν με σεβασμό και ζήλεια τον
πάρεδρο, που είχε τόσο τα πιστά του καπετάνου. Κάτω πρασίνιζαν τα
δασωμένα πλάγια του βουνού και κατάμπροστα φάνταζε η κοιλάδα του
Κισερλή με τα δάση και τα χωριά της και παραπέρα της Λάρισας ο
κάμπος. Ζερβόδεξα τα σπίτια του χωριού, φτωχικά και
σκουντουφλιάρικα, ροβόλαγαν να γκρεμιστούν στη λαγκαδιά κι απάνω
ψήλωνε σουβλερή και κατάξερη του Κίσσαβου η κορφή.

Άξαφνα κάτω από το μονοπάτι ακούστηκαν φωνές, σα να μαλώνανε άντρες
μαζί και γυναίκες και σε λίγο φανήκανε δυο χωριάτες κόκκινοι,
ιδρωμένοι και πίσω τους πλήθος γυναικόπαιδα.

 — Τι είνε μωρέ; τους φώναξε ο καπετάνος άγρια.

 — Τι να σου ειπώ, καπτάνε μ' και κυρ καπετάνε! είπε ο ένας! Να, η
Πάλλας η Τασός πάησε κι έκοψε πάγο από το μαγαζί μου να τον πουλήση
στη Λάρσα.

 — Έκοψε πεντέξι καντάρια πάγο! Άλλον έτριψε, άλλον πάτησε· μας
έχασε φτωχούς ανθρώπους η Τασός! πρόσθεσε ο άλλος.

 — Για κάτου ένε τα φορτώματα, καπτάνε μ'· έλα να τα ιδής, φώναξαν
κι οι γυναίκες.

 — Σιγά ν' ακούσω· πρόσταξε ο καπετάνος χαμογελώντας. Δεν έχει ο
Τασός μαγαζί;

 — Έχει, πώς δεν έχει; απάντησε ο πρώτος. Και γω έχω κι η Τασός έχει
κι η Γιώργης κι η Διαμάντης κι όλοι.

 — Τότε πού τον είδατε πως έκοψε απ' το δικό σας κι όχι απ' το δικό
του μαγαζί;

 — Τον είδαμε· έχουμε ανθρώπους, που τον είδαν· αμ' πώς!

 — Ποιοι είνε; φέρτε τους.

 — Να η Στέργιος· ρε Στέργιο!...

Ο Στέργιος ήταν μπροστά του· μα κείνος δεν τον έβλεπε από το θυμό
και τον ζητούσε ξέμακρα.

 — Πες μου· τον είδες εσύ; ρώτησε αυστηρά ο καπετάνος τον μάρτυρα.

 — Τον είδα, καπτάνε μ'· έκοβα ξύλα και τον είδα που διάηκε ίσα στο
μαγαζί του Γκόλφη.

 — Μοναχός ήταν;

 — Όχι· ήταν κι η Τασούλας.

Δεν ήθελε περισσότερα ο ανακριτής. Αμέσως έδωκε διαταγή στους
στρατιώτες και σε λιγάκι κουβάλησαν στο μεσοχώρι όλο το συγγενολόγι
του Πάλλα. Ήταν γέροντες και νέοι και μισόκοποι, όλοι όμως στιβαροί
και μελαψοί άντρες. Άρχισε την ανάκριση. Οι κατηγορούμενοι έλεγαν
πως έκοψαν τον πάγο από το δικό τους μαγαζί και το συγγενολόγι όλο
τους υποστήριζε με όρκο. Ο Γκόλφης όμως κι ο Στέργιος έλεγαν τ'
αντίθετα και τους υποστήριζαν οι άλλοι κι οι γυναίκες έπαιρναν από
μακριά το μέρος τους. Η ανάκριση έτσι κατάντησε συζήτηση μεταξύ
τους. Ήρθαν στα λόγια, έπειτα στις βρυσές και τ' αγριοκοιτάγματα κι
ήταν έτοιμοι ν' αρπαχτούνε στα χέρια. Ο καπετάνος έλυσε το βούρδουλά
του, ρίχτηκε στη μέση και τους αλώνισε. Έπειτα τους κάλεσε πάλι,
διώρισε τρεις να πάνε στα μαγαζιά και να φέρουν την αλήθεια. Τέλος
φώναξε δυνατά και αυστηρά:

 — Λοχία Κοτρώτσο!

 — Παρών!

 — Τον Πάλλα και λοιπούς να τους κλείσης στ' αχούρι του παρέδρου. Δε
θα βγουν, αν δεν καθαρίσουμε την υπόθεση.

Το σπίτι της νύφης ήταν στο Μισακό Μαχαλά. Όλες οι ετοιμασίες του
γάμου έγιναν την περασμένη βδομάδα μυστικά, από φόβο των Παλλαίων.
Αφού όμως πάτησε το απόσπασμα στο χωριό, ζωηρέψανε· και τώρα που ο
Τασός κι οι συγγενείς του κλείστηκαν στη φυλακή, βγήκαν [στα] φόρα.

Το απομεσήμερο κινήσαμε να πάρουμε τη νύφη. Ο σύντροφός μου άφησε
κάθε πόζα. Ο πατέρας της νύφης ήταν φίλος του Τσότρα, καθώς κι ο
γαμπρός και κείνοι που κατηγορούσαν τώρα τον Πάλλα. Ήταν λοιπόν
μεγάλο συννενολόγι κι έπρεπε να το περιποιηθή, για να κεντήση των
άλλων τη ζήλεια. Προσφέρθηκε μόνος του να γίνη και κουμπάρος. Ο
πατέρας πάλι του γαμπρού, για να τιμήση τέτοιον κουμπάρο, πήρε κι
ένα μονόματο μουσικό, που γύριζε στα χωριά με το κλαρίνο του και
σήκωνε τον κόσμο στο ποδάρι.

Όταν φτάσαμε στο σπίτι της νύφης, έπεσε μια πιστολιά· χαιρετισμός
του συμπεθεριού. Έπειτ' ανέβηκαν όσοι χωρέσανε απάνω, έγινε το
μυστήριο κι έπειτα από την άλλη ράχη γυρίσαμε πάλι στο σπίτι. Ξέχασα
να ειπώ, ότι στο δρόμο οι στρατιώτες παράστεκαν με τα όπλα τους κι
έριχναν κάθε τόσο κι από μια μπαταριά. Οι συγγενείς πήγαιναν να
φρενιάσουν από τη χαρά τους. Ας έρθουν τώρα οι Παλλαίοι να
φοβερίσουν. Καπετάνος στεφανώνει! στρατιώτες πυροβολούν! Πού
ξανακούστηκε τέτια τιμή στο χωριό!..

Η νύφη αληθινά ήταν όμορφη. Μια ομορφιά αγροτική από κείνες που
δίνουν βάση για δυναμωμένα παιδιά και βαθιά γεράματα. Και καθώς είχε
στραβά τον κεντητό κεφαλοδέτη και το στήθος μεστωμένο και τους ώμους
πλατείς, με τ' ασημάρματα και την κόκκινη φουστανοποδιά της, έλεγες
πως ήταν ανθισμένη οξιά — όχι γυναίκα. Μα κι ο Γιώργης δεν ήταν
χειρότερός της. Ένας λεβέντης ως εκεί πάνω! με το μαυρομάντιλο στο
κεφάλι, με την κεντητή γκιούρντα, με τα μεγάλα γλυκά του μάτια ήταν
να τον χαίρεται κανείς. Αληθινά, μόνον ο Γιώργης μπορούσε να
κυβερνήση ένα θεοκόριτσο σαν την Ασημώ.

Έπειτ' από λίγη ώρα νύχτωσε. Μέσα στον χαμηλόν οντά, απάνω από τις
μάλλινες απλάδες έστρωσαν το μεσάλι και κάθισαν γύρω οι καλεσμένοι.
Ο μουσικός έπαιζε τώρα, για τιμή του καπετάνου βέβαια. το Λυγερόν
και κοπτερόν σπαθί μου! Την απάνω θέση είχε ο κουμπάρος· δεξιά του
καθότανε ο γαμπρός κι αριστερά του εγώ για παρακουμπάρος. Έπειτα
καθόντανε γύρω οι υπαξιωματικοί κι οι άλλοι καλεσμένοι. Γυναίκα δε
φαινότανε στον οντά και οι φίλοι του γαμπρού είχαν όλη την κυβέρνια
της τάβλας. Έκοβαν το ψητό και το έριχναν μπροστά στον καθένα.
Γέμιζαν τα ποτήρια κρασί κι έπειτα έφερναν γύρω την πλόσκα. Όταν
έφταναν στην άκρη και δεν είχαν τόπο να περάσουν, γυρίζανε ξυπόλυτοι
απάνω στο μεσάλι.

Άξαφν' ακούστηκε μια φωνή από κάτω:

 — Ζήτου η Τσότρας !...

Παραξενεύτηκα. Γύρισα να ρωτήσω το σύντροφό μου, μα δεν έδωκε
καθόλου προσοχή. Τον είδα μόνον να χαμογελάση, να στρίψη αρειμάνια
το μουστάκι του και να κεντήση με το γόνα το γαμπρό.

 — Ζήτου η Τσότρας!... ακούω πάλι.

Ήμουν έτοιμος να δευτερώσω το ρώτημά μου, όταν άκουσα τριποδισμό στη
σκάλα κι είδα σε λίγο να φανερωθούν στον οντά ο λοχίας πρώτος και
όλοι οι φυλακισμένοι κατόπιν του.

 — Ζήτου η Τσότρας!... φώναξαν άλλη μια. Και στρώθηκαν κατάχαμα.

 — Έτσι ρε παιδιά· είπε ο καπετάνος γελαστός· τώρα σας χαίρουμαι. Να
είστε μονιασμένοι. Ένα είνε το χωριό, ένα να χετε και το κόμμα· στην
υγειά σας!

Τα λόγια του αυτά, καθώς και κάτι άλλο, που μου σφύριξε ο
υπαξιωματικός, με φώτισαν. Εκείνοι, που πήγαν για τον πάγο, είπαν,
φυσικά, πως ο Τασός ζήμιωσε φοβερά τον Γκόλφη και το σύντροφό του.
Αμέσως ο καπετάνος ετοιμάστηκε να τους στείλη όλους δεμένους στη
Λάρισα. Μπορεί η τιμωρία τους να μην ήταν και τόσο μεγάλη. Μα ποιος
ξέρει τι άλλες δουλειές θα φύτρωναν στη μέση; Χρέη στον ταμία για
επιτήδευμα και ποινικά κι άλλα χίλια δυο, που μπορούσε να μην έβγουν
ποτέ από τη φυλακή και να ξοδέψουν τα μαλλοκέφαλά τους. Το ξέρουμε
δα! Εύκολα μπαίνει κανείς στη φυλακή, μα πολύ δύσκολα βγαίνει.
Μπορούσαν όμως να τ' αποφύγουν όλα, αν πήγαιναν με το κόμμα του
Τσότρα. Δεν ήταν και τόσο δύσκολη απόφαση και την έκαμαν γρήγορα.
Δεν είνε καλό να τα βάνη κανείς με το Δοβλέτι.

Τώρα καθισμένοι στο τραπέζι έτρωγαν λαίμαργα. Στα πρόσωπό τους καμιά
δε φαινόταν συγκίνηση. Μόνον ο Τασός φαινότανε κίτρινος σαν
θειαφοκέρι και συλλογισμένος· μα ήταν, υποθέτω, από φόβο παρά από
ντροπή.

Όταν τέλειωσε το τραπέζι και σηκώθηκαν να φύγουν, είδα τον
αποσπασματάρχη να κράζη το Μήτρο Πάλλα και τον πατέρα του γαμπρού
παράμερα.

 — Τι θα τους κάμης: τον ρώτησα.

Και κείνος, περήφανος για τα κατόρθωμά του, μου απάντησε.

 — Αύριο τους στέλνω στη Λάρισα στο νέο κομματάρχη τους.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: