Κυριακή, Δεκεμβρίου 17, 2006

α+β+γ+α=Κορόπουλος

Χτύπησε το κουδούνι του θυροτηλέφωνου. Εννιά η ώρα το βράδυ, με το Βαρδάρη να παγώνει αρνάκια κι ανθρώπους, κατά πώς λέει ο ποιητής.
Ο Γιάννης ο Κορόπουλος, ο τσιφούτης! Αυτός μας έλειπε τώρα!
Δεν τον προσκάλεσα ν’ ανέβει επάνω. Κατέβηκα εγώ με τις ριγωτές σε στιλ Αλκατράζ πιτζαμούλες
μου και τις σκοτσέζικες παντοφλίτσες μου, τακτικά και μη εξαιρετέα δώρα της πεθερούλας μου δέκα μέρες πριν από τη γιορτή μου.
Δεν είχα καμία όρεξη να χαλάσω τη βολή μου για το Γιάννη το Κορόπουλο. Το κανάλι της Βουλής είχε μεγάλη πλάκα εκείνη την ώρα , με τα γραβατωμένα ανθρωπάκια που χοροπηδούσαν μπρος στο μικρόφωνο και σοβαροφωνούσαν περί ανέμων και υδάτων, ενώ η Κούλα , η γυναίκα μου, επιδιδόταν στην προ κατακλήσεως μυσταγωγία της, με τις κρεμούλες της και τα προπολεμικά μπικουτάκια της, θα ήταν ιεροσυλία να τη δει ξένο μάτι. Αλλά η δουλειά είναι δουλειά! Καλή και άγια η οικογενειακή θαλπωρή, όταν όμως το καθήκον σε καλεί, πρέπει να κάνεις και τις θυσίες σου. Κι αυτός ήταν κατηγορηματικός: «Μανόλη, σε χρειάζομαι επειγόντως! Ζήτημα ζωής ή θανάτου!» είχε πει.
Ανοίγοντας την πόρτα του ασανσέρ έμεινα άναυδος με το θέαμα που αντίκρισα. Έσταζε απ’ την κορυφή ως τα νύχια και έτρεμε λες και είχε καθολικό Πάρκινσον.
« Τι συμβαίνει, Γιαννάκο, ατύχημα είχες, σε χιονοθύελλα έπεσες;»
«Πού τέτοια τύχη… Σε αβγοθύελλα έπεσα , Μανόλη μου , σε αβγοθύελλα ο δυστυχής! Παρά λίγο να γίνω ομελέτα!»
Τι "παρά λίγο" , ο άνθρωπος ήταν ήδη ομελέτα , μόνο η φέτα του έλειπε, αλλά πού ξέρεις, μπορεί να την είχε φυλαγμένη στις τσέπες του και να την έτρωγε καπάκι . Τον έβλεπα με ανοιχτό στόμα και δεν πίστευα στο ελεεινό θέαμα που αντίκριζαν τα μάτια μου, τη γλοιώδη δηλαδή μάζα που κάλυπτε το κουστούμι του από την κορυφή ως τα νύχια και τα κροκάδια που είχαν αρχίσει να ξεραίνονται στα ακάλυπτα μέρη του σώματός του . Μαλλιά, πρόσωπο και χέρια καλύπτονταν από απίθανα αραβουργήματα , ένα τερατώδες σύμπλεγμα κιτρινίλας με πιτσιλωτή επικάλυψη από τα τσόφλια που είχαν απομείνει κολλημένα πάνω τους. Η οπτική όμως δυσμορφία δεν ήταν τίποτα μπροστά στη δυσωδία που είχε αρχίσει να κατακλύζει το χώρο και τον έκανε να όζει όπως η περιοχή των λουτρών της Αγίας Ελένης.
Κούνησε καταπτοημένος το κεφάλι :
« Κατάντια , φίλε μου, κατάντια ! Τριάντα δύο χρόνια υπηρεσίας και, αντί επαίνου, να με κάνουν ομελέτα! Θα κάνω όμως μήνυση, θα τους πιω το αίμα! Ντύσου γρήγορα , να πάμε στην Αστυνομία…»
«Στάσου, Γιάννη μου, να το συζητήσουμε λιγάκι, να καταλάβω κι εγώ τι συνέβη!»
«Τι να συζητήσουμε, ρε Μανόλη; Χρειάζεται συζήτηση για να καταλάβεις; Δε βλέπεις το χάλι μου; Με κάνανε ρεζίλι των σκυλιών κι εγώ θα κάθομαι να κάνω φιλοσοφικές συζητήσεις;»
« Ποιοι σε κάνανε ρεζίλι των σκυλιών και πώς; Αυτό θέλω να μάθω πρώτα και μετά να πάμε όπου θες , ακόμα και στον Άρειο Πάγο.»
Τα λόγια μου επέδρασαν ως καταλύτης.
«Δίκιο έχεις! Πρώτα πρέπει να μάθεις περί τίνος πρόκειται και ύστερα πράττουμε. Λοιπόν επί τροχάδην…»
Και άρχισε ο Γιάννης το επιτροχάδην του και δε σταματούσε. Κι εγώ είχα σκυμμένο το κεφάλι και έκανα πως τον άκουγα , αλλά μεταξύ μας περισσότερο με απασχολούσαν οι αβγουλοκατεβασιές του , που τις έβλεπα να στάζουν αργά και βασανιστικά πάνω στην ολοκαίνουρια μοκέτα της εισόδου της πολυκατοικίας μας και με είχε πιάσει απελπισία, καθότι τυγχάνει να είμαι κι ο διαχειριστής της. Εν τη απελπισία μου όμως ευγνωμονούσα την άρνησή μου να μην τον ανεβάσω επάνω. Για φαντάσου στη θέση της κοινόχρηστης μοκέτας να ήταν το χαλί του σαλονιού μας, προϊόν οικονομίας τριών χρόνων στον κουμπαρά της Κούλας…
Σε όσους αναγνώστες αρχίζουν να αμφιβάλλουν για την επαγγελματική μου ευσυνειδησία , δηλώ κατηγορηματικώς ότι η περίπτωση του Γιάννη ήταν απ’ αυτές που δε χρειάζονται πολλά λόγια για να καταλάβεις τι συνέβη. Οι λεπτομέρειες είναι περιττές όταν έχεις να κάνεις με δυο τσογλάνια, που τον παραφυλάνε και τον κάνουν του αλατιού, επί το ορθότερον του... αβγού, καθώς αναχωρεί από το σχολείο του , μετά την επίδοση των Ελέγχων Προόδου στους γονείς των μαθητών.
«Τους αναγνώρισες;»
«Αν τους αναγνώρισα; Τους είδα, όπως σε βλέπω και με βλέπεις! Είχαν από μια σακούλα μ’ αβγά ο καθένας τους και φώναζαν καγχάζοντας Σ’ αρέσουν τα αβγά Κωλόπουλε;, ενώ με βομβάρδιζαν αλύπητα. »
« Μαθητές σου είναι ;»
« Ναι, τα δίδυμα !»
«Τα ποια;»
« Δυο μαθητές της Α΄τάξης. Λεβεντόπουλους τους λένε, τρομάρα τους! Ο Ανέστης και ο Βασίλης. Δίδυμοι και στάσιμοι τρεις φορές στην ίδια Τάξη. Έπρεπε ήδη να φοιτούν στο Πανεπιστήμιο…»
«Κατάλαβα! Πρόκειται περί φρούτων!»
« Μην αδικείς τα φρούτα. Πρόκειται περί τσουκνίδων και βρομόχορτων!»
« Λοιπόν : απρόκλητος επίθεσις σκοπούσα εις τον ευτελισμόν της προσωπικότητος , συνοδευομένη υπό χυδαίων εξυβρίσεων…»
« …Και φθορά ξένης περιουσίας να γράψεις! Και απειλή κατά της ζωής μου!» «Είχαμε και τέτοια από πάνω; Αυτά δε μου τα 'πες!»
«Ξέρεις πώς μου έκαναν το αυτοκίνητο; Θερινό!»
«Πέταξαν και σ’ αυτό αβγά;»
« Μόνο αβγά! Το χτυπούσαν και με πατάτες, παραγεμισμένες με μπίλιες από ρουλεμάν! Μου έσπασαν όλα τα τζάμια, παρά λίγο να μου βγάλουν το μάτι με τα θραύσματα… Και ξέρεις τι άλλο έκαναν;»
«Υπάρχει και άλλο χειρότερο απ' αυτά; Μη μου πεις ότι χειροδίκησαν επιπλέον!»
« Κάτι αισχρότερο: μου τράβηξαν φωτογραφίες!»
« Φοβερό! Λήψις φωτογραφιών άνευ της συναινέσεως του του φωτογραφουμένου συνιστά αδίκημα , το οποίον …»
«Αυτό έλειπε να είχαν και τη συναίνεσή μου! Με το ένα χέρι με βομβάρδιζαν τα καθικάκια και με τ’ άλλο μου τραβούσαν φωτογραφίες με τα κινητά τους! Ποιος ξέρει τι θα γίνεται τώρα στο Ιντερνέτ. Ρεζίλι των σκυλιών θα έχω γίνει!»
« Δε μου λες, τι βαθμό τους έχεις στα Μαθηματικά;
« Ό,τι τους βάζω πάντοτε : κάτω από τη βάση! Διότι όταν η κουμπουριά συνοδεύεται από απύθμενο θράσος, τότε ακόμη και το πεντάρι είναι σκανδαλώδης εύνοια. Α, ξέχασα να σου πω ότι υπάρχει και μάρτυρας του επεισοδίου.»
« Αυτό είναι καλό, πολύ καλό! Για λέγε, για λέγε…»
« Είναι ο περιπτεράς , που βρίσκεται δίπλα απ’ το σχολείο. Τα κωλόπαιδα!, φώναζε,Τους χρειάζεται ένα γερό ξύλο! »
« Το πράγμα είναι ξεκάθαρο , φίλε μου! Τους έχουμε δεμένους χεροπόδαρα ! Έχουμε το κίνητρο, έχουμε το γεγονός, έχουμε και τη βεβαιωμένη μαρτυρία . Θα τους κάνουμε μια μηνυσάρα επί τεντιμποϊσμώ, που θα το φυσάνε και δε θα κρυώνει. Θα τους τυλίξουμε σε μια κόλλα χαρτί. Περίμενε δυο λεπτά να πάω να ετοιμαστώ και φεύγουμε βολίδα για τη Αστυνομία. Όμως…»
«Τι όμως
«Πώς θα πας εσύ εκεί πέρα;»
« Τι πώς θα πάω; Θα 'ρθω μαζί σου! »
«Αδύνατο! Στη κατάσταση που είσαι , θα μου κάνεις χάλια το αυτοκίνητο. Εσύ θα έρθεις με το δικό σου.»
«Μανόλη, δε μου τα λες καλά! Το αμάξι δεν είναι για τσούλημα, άσε που μπορεί να αρπάξω καμιά πούντα. Δωσ’ μου κάτι να ρίξω επάνω κι αν σου λερώσω το αυτοκίνητο, αναλαμβάνω να στο κάνω καινούριο. Σου ορκίζομαι ότι θα το πάω αύριο πρωί πρωί στο πλυντήριο…»
Ντράπηκα. Σκέφτηκα το γνωστό συνειδησιακό δίλημμα των φιλοτίμων αν , δηλαδή, ήμουν εγώ στη θέση του και το άλλο πασίγνωστο σλόγκαν των δασκάλων ο φίλος τω φίλω εν κινδύνοις γιγνώσκει - αυτά τα μπαλακισμένα αλτρουιστικά που με κυνηγάνε συνεχώς από την εποχή του νηπιαγωγείου και δε μ’ αφήνουν να ησυχάσω - και υποχώρησα.
« Καλά , καλά, κάτι θα βρούμε να κάνουμε…»
Ανέβηκα επάνω και ντύθηκα στο άψε σβήσε. Έψαξα για κανένα παλιόρουχό μου , αλλά δε βρήκα τίποτε. Η Κούλα είχε πέσει, δε θέλησα να την ξυπνήσω , στο τέλος βούτηξα μια ρόμπα της , απ’ αυτές που τις κρατάει από το Μάη του 68, και βγήκα.Ξεκινήσαμε για το Τμήμα, εγώ με τα καλά μου κι ο Γιάννης , που έμοιαζε με άλιεν τραβεστί , έτσι όπως φορούσε τη λουλουδάτη ρόμπα της Κούλας. Ευτυχώς που η απόσταση δεν ήταν μεγάλη, γιατί αλλιώς θα πέθαινα από τη μπόχα που ανέδιδε ο φίλος μου, η οποία , παρά τη φιλότιμη προσπάθεια που κατέβαλλε ο παγωμένος αέρας για να τη διώξει από τα ανοιχτά παράθυρα , με πολιορκούσε στενά επιχειρώντας επίμονες εφορμήσεις στην περιοχή του στομάχου. Ήταν ηλίου φαεινότερο: τα Λεβεντόπουλα είχαν διαλέξει τις πιο δραστικές αβγουλοβομβίδες που υπάρχουν για τέτοιου είδους επιθέσεις , δηλαδή τις κλούβιες!
Στο τμήμα αντιμετωπίσαμε τη συνήθη στάση των αστυνομικών οργάνων προς τους αγρίως φορολογούμενους και ηλιθίως νομοταγείς πολίτες , η οποία συνοψίζεται στις τέσσερις λέξεις- κλειδιά για την κατανόηση των υπηρεσιών που προσφέρουν : Καφές, Αδιαφορία, Κυνισμός, Αγένεια, που με τη σειρά αυτή σχηματίζουν την εξίσου με τα ΑΥΓΑ ευώδη ακροστιχίδα ΚΑΚΑ. Χέσε μέσα που λέει κι ο λαός!..
« Να κάνετε μήνυση!» είπε ο Αξιωματικός Υπηρεσίας , που έπινε χαλαρά το φραπεδάκι του και με δυσκολία κρατούσε τα γέλια του για το αξιοθρήνητο θέαμα του όζοντος Ιωάννη με τη ρόμπα της συμβίας μου.
Τι άλλο να κάνουμε κι εμείς; Καθίσαμε και τη συ
ντάξαμε, το και το και τα λοιπά ..., με άκρα φροντίδα και επιμέλεια.
«Εντάξει! Θα ερευνήσουμε και θα σας ειδοποιήσουμε εν ευθέτω χρόνω . Πηγαίνετε τώρα!», είπε ο Αξιωματικός και πέταξε τη μήνυση πάνω σε μια πελώρια στοίβα από ομογάλακτες αδελφές της, που κοιμούνταν μακαρίως σε μια άκρη του γραφείου του.
«Τι πάει να πει εν ευθέτω χρόνω; αντέτεινα οργίλος. Εμείς θέλουμε να δώσετε εντολή στα όργανά σας να συλληφθούν αμέσως οι δράστες. Δεν έχει παρέλθει ο χρόνος για το Αυτόφωρο.»
Με κοίταξε ψυχρά:

« Θα αστειεύεστε φαίνεται, κύριε δικηγόρε! Τι να ψάξουμε δηλαδή, ψύλλους στα άχυρα; Νομίζετε ότι θα βρείτε αυτήν την ώρα στα σπίτια τους τους πιτσιρικάδες σας; Αυτοί ήδη θα έχουν μετακομίσει οικογενειακώς για την Αθήνα .»
«Μα…»
« Δεν έχει μα και ξεμά! Αυτό που σας λέω! Άσε που δεν έχω ούτε ένα όργανο διαθέσιμο, είναι όλοι τους απασχολημένοι σε σοβαρές υποθέσεις. Με ομελέτες θα ασχολούνται τώρα;»
Φύγαμε ζεματισμένοι , εγώ έχοντας ένα λόγο παραπάνω, διότι κρίμα τα γαλόνια του Αρείου Πάγου που έχω και τα καμαρώνω σε περίοπτη θέση στο γραφείο μου , κι ο Γιάννης που θρηνούσε τη μοίρα του και καταριόταν όλους τους Υπουργούς Δημόσιας Τάξης από καταβολής ρωμαίικου. Φτάνοντας έξω από το σπίτι του , στη Θέρμη, μου ήρθε η έμπνευση:
« Αύριο θα έρθω πρωί πρωί απ’ το σχολειό σου, να τα πούμε με το Λυκειάρχη σου, μπας και μπορεί να βοηθήσει την κατάσταση. Εσύ στο μεταξύ κάν’ του ένα τηλεφώνημα απόψε, να τον ενημερώσεις για τα καθέκαστα , και κάθισε να γράψεις μια αναφορά καταγγέλλοντας το γεγονός στο Σύλλογό σου.»
« Τώρα είναι που προκόψαμε! Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα! Δε νομίζω ότι θα πετύχουμε τίποτα.»
« Γιατί όχι; Τους ενόχους τους ξέρεις, ο περιπτεράς είναι stand by, αν ο Λυκειάρχης σου τους ζορίσει λιγάκι , αυτοί θα σπάσουν και τότε το πράγμα είναι απλό.»
« Δεν τον ξέρεις καλά τον Κουτσάφτη. Είναι ικανός να έχει ένα βομβιστή με τις μολότοφ αναμμένες μπροστά του και να ισχυρίζεται ότι δε βλέπει τίποτα. Μη θίγετε τα κακώς κείμενα, κύριοι, πρέπει να βλέπουμε το δάσος κι όχι το δέντρο , τα παιδιά δε φταίνε σε τίποτα, είναι εικόνα και ομοίωσή μας, δώστε τους άλλη μία ευκαιρία… Μας έχει πρήξει στα τσιτάτα και στις χρηστοήθειες, ο δειλός!»
« Δε σε πιστεύω! Εδώ έγινε το έλα να δεις με ένα συνάδελφό του κι αυτός θα μου μιλήσει για δεύτερες ευκαιρίες και δασάκια
« Εντάξει, πέρνα, αλλά όταν τον δεις, θα καταλάβεις τι κουμάσι είναι.»

Και πήγα την επομένη στο σχολείο, ενώ ο Βαρδάρης είχε αρχίσει πια να παγώνει τα βόδια του Νομού μας , και τα είπαμε ένα χεράκι με τον κύριο Κουτσάφτη, του οποίου τα ώτα περιέργως ήταν αντιστρόφως ανάλογα του επιθέτου του και είχαν μιαν καταπληκτική ομοιότητα με τα αυτιά από το Ντάμπι το ελεφαντάκι. Ο άνθρωπος ήταν όπως τον περιέγραψε ο μαθηματικός Ιωάννης Κορόπουλος, όστις παρευρίσκετο στη συνάντησή μας κατακόκκινος σαν ινδιάνος, περισσότερο από το ολονύκτιο γδάρσιμο της αβγουλίλας απ’ το πετσί του και λιγότερο από το μένος του.
«Δεν είμαι ανακριτής , κύριε, εγώ , για να κάνω ανακρίσεις και μάλιστα για ένα επεισόδιο που συνέβη έξω από το σχολείο!»
«Ναι, αλλά αφορά έναν καθηγητή και συνάδελφό σας , ο οποίος έπεσε θύμα τεντιμπόιδων μαθητών του σχολείου που διευθύνετε εσείς!» σημείωσα εμφαντικά.
« Κοιτάξτε , πριν έρθετε, φρόντισα να ενημερωθώ για το συμβάν. Σας πληροφορώ ότι οι μαθητές αρνούνται πως είναι οι δράστες και απειλούν με μηνύσεις μέσω των γονέων τους, υπάρχει επίσης και η κατηγορηματική μαρτυρία του παπά της ενορίας μας , ο οποίος μου τηλεφώνησε , για να με διαβεβαιώσει ότι τα παιδιά έμειναν χθες στο σπίτι του και δεν απομακρύνθηκαν καθόλου από αυτό. Την ώρα μάλιστα που έγιναν όλα αυτά, τα παιδιά ήταν μαζί του στον Άγιο Σώστη και τον βοηθούσαν στον Εσπερινό…»
«Κύριε Λυκειάρχα, τι αξία μπορεί να έχει μια τέτοια μαρτυρία, όταν όλοι ξέρουμε ότι ο παπάς είναι αδελφός του πατέρα των μαθητών μας;", πετάχτηκε με αγανάκτηση ο Γιάννης.
« Αγαπητέ συνάδελφε, ένας ιερωμένος είναι ένα πρόσωπον υπεράνω πάσης υποψίας! Δεν διανοούμαι έναν εκπρόσωπο του Θεού να λέει ψέματα.»
«Να φωνάξουμε τότε τον περιπτερά! Αυτός τα είδε όλα. Οπωσδήποτε θα τους αναγνωρίσει.»
« Έχουν γνώσιν οι φύλακες , κύριε συνάδελφε! Φρόντισα ήδη και μίλησα και μ' αυτόν.»
«Και τι σας είπε;»
«Πως δεν είδε και δεν άκουσε τίποτα, για τον απλούστατο λόγο ότι το περίπτερο ήταν κλειστό την ώρα του συμβάντος! Με το κρύο που έκανε εχθές το βράδυ δεν είχε πελατεία και κατέβασε από νωρίς τα κεπέγκια. Λοιπόν αν θέλετε τη δική μου γνώμη, νομίζω ότι δεν είδατε καλά τους δράστες της πρωτοφανούς, ομολογουμένως, επίθεσης που δεχθήκατε, κύριε Κορόπουλε. Οπωσδήποτε αποκλείονται οι Λεβεντόπουλοι. Πιθανότατα είναι Αλβανοί ή Ρωσοπόντιοι. Ακούγεται πως έχουν επαναδραστηριοποιηθεί οι συμμορίες τους στην περιοχή μας και...»
«Μα δεν έχω τέτοιους μαθητές στα τμήματα που διδάσκω, κύριε Λυκειάρχα!»
«Και τι μ’ αυτό; Μπορεί να μην αρέσει σε κάποιους η φάτσα σας ή υπάρχει κι η περίπτωση να ενεργούσαν κατά παραγγελία μαθητών σας που δε σας χωνεύουν λόγω υπερβολικής αυστηρότητος. Κι εδώ που τα λέμε εμείς οι διδάσκαλοι της παλαιάς γενιάς δημιουργούμε εύκολα αντιπάθειες. Είμεθα άτεγκτοι σε θέματα πειθαρχίας και τσιγγούνηδες εις την βαθμολογίαν. Τολμώ να πω , φίλτατε, ότι έχουμε φάει τα ψωμιά μας, είμαστε ξεπερασμένοι!»
«Δηλαδή , για να είμαστε και μεις μοντέρνοι, πρέπει να τους αφήνουμε να κάνουν ό,τι θέλουν και να επιβραβεύουμε την τεμπελιά τους;»
«Ας μην είμεθα υπερβολικοί, αγαπητέ συνάδελφε. Ομιλώ για κατανόηση και επικείκεια . Λίγη επιείκεια δε βλάπτει. Αντιθέτως αποκαθιστά τις ισορροπίες και …»
«…Και γεννά τις αδικίες! Γιατί τότε τι θα πουν οι φιλότιμοι μαθητές, αυτοί που ξεσχίζονται στο διάβασμα, οι άριστοι;»
« Δεν πρέπει να ανησυχούν. Ουδείς πρόκειται να αμφισβητήσει τα πρωτεία τους.»
« Απ’ όσα λέτε, φοβάμαι ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθούν οι αλήτες!»
« Παρακαλώ να μη χρησιμοποιούμε τέτοιες εκφράσεις για τους νέους μας! Το έχουμε πει άπειρες φορές ότι…»
« Ξέρω, ξέρω: …τα παιδιά δε φταίνε! Είναι εικόνα και ομοίωσή μας…»
« Μπράβο! Διότι όταν βλέπουμε μόνο το δέντρο, κινδυνεύουμε να …»
Δεν πρόλαβε να αποσώσει το σλόγκαν του και είχαμε βγει δρομαίοι απ’ το γραφείο του.
«Εγώ στα έλεγα κι εσύ δε μ’ άκουγες, Βασιλειάδη! Σκέτος Πόντιος Πιλάτος! Πρώτα με έβγαλε γκαβό κι έπειτα μουρλό!", αναφώνησε ο φίλος μου στο διάδρομο με στεντόρεια φωνή.
« Δε μου λες, γιατί κάθεσαι και βουρλίζεσαι ακόμα σ’ αυτό το τρελοκομείο; Δεν τους στέλνεις στο διάολο ! Με τριάντα δύο χρόνια υπηρεσίας κι ακόμα κάθεσαι; »
« Και να χάσω τρεις χιλιάδες Ευρώ από το εφάπαξ μου; Δεν κατάλαβες καλά , παλικάρι μου! Δε τους χαρίζω ούτε ένα Ευρώ, Μανόλη , ούτε ένα, τους κλέφτες ! Καλύτερα αβγουλωμένος από τα δίδυμα, παρά ριγμένος από το δημόσιο!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ATZENTA : Aύριο Σάββατο 30 Μαρτίου θα διεξαχθεί το Περιπατητικό Συνέδριο του Αναγνώστη

  Τι θα γίνει στο Περιπατητικό Συνέδριο του Αναγνώστη ...